- λεηλασίας
- λεηλασίᾱς , λεηλασίαplunderingfem acc plλεηλασίᾱς , λεηλασίαplunderingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погыбѣль — ПОГЫБѢЛ|Ь (187), И с. 1.Уничтожение, разрушение: люто бесплодье землѧ. и плодомъ погибель. (ἀπώλεια) ГБ к. XIV, 111а; ниневгыю гра(д)… б҃у хотѧще потреби(т) аки содома и гомора иѡну пр҃рка посла да попроповѣдаеть погыбе(л) гра(д) и(х). СВл XIII… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
προνομευτής — ὁ, Α [προνομεύω] στρατιώτης που μετείχε σε επιχειρήσεις προνομείας*. λεηλασίας … Dictionary of Greek
τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… … Dictionary of Greek
Αθάουλφος — (; – 415 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βησιγότθων (410 415). Ήταν αδελφός της συζύγου του Αλάριχου. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης το 410, ο Αλάριχος πέθανε και την αρχηγία των Βησιγότθων ανέλαβε ο Α. Ο αυτοκράτορας Ονώριος συμφιλιώθηκε μαζί του, τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Γκοχάρ αλ Ρούμι — (10ος αι.). Άραβας στρατιωτικός, ελληνικής καταγωγής. Το όνομά του σημαίνει Γ. ο Έλληνας. Αναφέρεται επίσης και με το όνομα Αλ Κατίμπ αλ Ρούμι, δηλαδή ο Έλληνας γραμματέας. Οι μόνες βιογραφικές πληροφορίες που υπάρχουν για τον Γ. είναι ότι… … Dictionary of Greek
Δούκας, Δημήτριος — (Χάνδακας, Κρήτη 1480 – Ρώμη 1527;). Λόγιος και εκδότης. Υπήρξε πρωτεργάτης της αναγέννησης των κλασικών σπουδών στην Ισπανία. Για τα νεανικά χρόνια και τις σπουδές του δεν υπάρχει σχεδόν κανένα στοιχείο. To 1508 9 αναφέρεται ως στενός συνεργάτης … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek